|
|||||||
Περιγραφές Γκιόστρας σε λογοτεχνικά κείμενα Ζακυνθινών συγγραφέωνΓράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ Η Γκιόστρα ήταν η σημαντικότερη έκφραση του ζακυνθινού καρναβαλιού, αλλά και το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για την τότε κοινωνία του νησιού. Αυτό μας το παραδίδουν στα κείμενά τους τόσο οι διάφοροι, κατά καιρούς, ιστορικοί και ερευνητές, όσο και οι περιηγητές, οι οποίοι πέρασαν από το μεγάλο, την εποχή εκείνη, λιμάνι του φημισμένου «Φιόρου του Λεβάντε», την εσχατιά της Ευρώπης και αποθανάτισαν στα βιβλία τους τις εντυπώσεις τους γι' αυτό. Δεν είναι τυχαίο πως ο πολύς Ερμάννος Λούντζης στο πολύτιμο και περισπούδαστο μελέτημά του «Η Ενετοκρατία στα Επτάνησα» αφιερώνει σ' αυτήν ολόκληρο κεφάλαιο (το Κ΄), που έχει τον τίτλο «Ιππικαί Γυμνασίαι - Giostre - Περιγραφή αυτών» και σ' αυτό μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την τέλεση «των τοιούτων παιγνιών», όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά γράφει, θέλοντας ν' αντιδιαστείλει την ειρηνική περίοδο των έφιππων αγωνισμάτων από εκείνη της αιματοχυσίας, που, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, είχε «προ πολλού απαγορευθή, κυρίως παρά των Παπών, ψηφισάντων να μη επιτρέπηται μήτε η ταφή εις καθιερωμένην γην των εις παρομοίους αγώνας πεσόντων». Ήταν φυσικό, λοιπόν, το μεγάλο και λαοφιλές αυτό γεγονός να περάσει και στην τοπική λογοτεχνική έκφραση. Στην θεατρική «Ευγένα» του πρωτοπόρου τζαντιώτη Θεόδωρου Μοντσελέζε, που πρωτοτυπώθηκε στην μητροπολιτική Βενετία το 1646, η Γκιόστρα κατέχει κεντρική θέση. Το ίδιο συμβαίνει και με τον περίφημο «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, που μπορεί ν' αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση του κρητικού θεάτρου, αλλά, μετά την πτώση του Χάνδακα, όταν μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες της Μεγαλονήσου στην Ζάκυνθο, αγαπήθηκε από τους κατοίκους της, παίχτηκε, κάποτε και διασκευασμένη στο τοπικό ιδίωμα, σαν «Ομιλία» - κυρίως στο χωριό Σκουλικάδο - και η Γκιόστρα του είναι αγαπητή ακόμα και σήμερα, όπου παριστάνεται από τους σύγχρονους Σκουλικαδιώτες. Ιππικοί αγώνες, επίσης, περιγράφονται και στην «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση, της οποίας το κείμενο ήταν γνωστό, μα και προσφιλές στο ιόνιο νησί. Μα και στον πεζό λόγο έχουμε εκτεταμένες αναφορές στο «ιππηλάσιον», των λογίων μας, οι οποίοι προσπάθησαν να εξελληνίσουν την ονομασία του αγωνίσματος. Έτσι ο «τελευταίος κόντες των γραμμάτων μας», ο πολυσέβαστος και πολυτάλαντος Διον. Ρώμας, στο μυθιστόρημα - ποταμό του «Περίπλους» δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει και την διεξαγωγή μιας Γκιόστρας, δίνοντάς μας έτσι, με το γνωστό γλαφυρό του ύφος, την περιγραφή και την ταυτότητά της. Συγκεκριμένα στον πρώτο τόμο του «Θρήνου της Κάντιας» πολλές σελίδες του επαναφέρουν στην Πλατεία Ρούγα την κατά τον Σπυρίδωνα Δεβιάζη «πανήγυριν», η οποία, σύμφωνα πάντα με τον εκ Κερκύρας ορμώμενο χαλκέντερο ιστοριοδίφη, τον πολιτογραφημένο, όμως, ζακύνθιο, «απέβη πασών η επισημοτέρα ως αποκτήσασα πολλήν σημασίαν και προσελκύουσα εις την πόλιν πλήθος χωρικών και εξ αυτών των μάλλον απομεμακρυσμένων χωρίων των βουνών». Μα ας γνωρίσουμε την υπόθεση όπως διαδραματίζεται στις από την γραφίδα του Ρώμα ιστορικά δομημένες σελίδες του «Περίπλου» του. Ο Κέκος ο Νταβιτσέντσα, απόγονος μεγάλης και λιμπροντορίστικης φαμίλιας, μπαίνει, παραμονές της Τυρινής στην πολύβουη Πλατεία Ρούγα, «που ήταν φίσκα στον κόσμο», καβάλα στ' άλογό του, την «Βιτσεντίνα», που, όχι τυχαία, έχει το ίδιο όνομα μ' αυτό της γαλέρας, που κάποιος πρόγονός του πήρε μέρος στην περίφημη ναυμαχία του Λέπαντο. Βάζει την μορέτα του (μάσκα του), η οποία την εποχή εκείνη δεν ήταν μόνο σύμβολο αποκριάτικης μεταμφίεσης, αλλά είχε καθημερινή χρήση, απλά και μόνο επειδή «δεν είχε καμμιά όρεξη να δει το πόπολο την "τσέρα" του και να καταλάβει πως κάποια συφορά είχε βρει το Νταβιτσεντσέϊκο». Κι η συφορά αυτή ήταν το ψυχοράγισμα της μάνας του, της «Σόρας Σιγούρας», η οποία από μέρα σε μέρα θα τους «άφηνε χρόνους». Αυτός, όμως, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού, ο οποίος του είχε πει συμβουλευτικά πως «αν της έκαναν το χατήρι, μπόρειε να τηνε σκαπουλάρει και τούτη τη βολά», ενώ «αν την πεισμώνανε και θύμωνε θα έμενε δελέγκου στον τόπο», είχε αποφασίσει να λάβει μέρος και στην Γκιόστρα, αλλά και στη «φέστα του Ντεσύλλα». Αλλά και άλλη μια αιτία είχε σταθεί αφορμή για την τολμηρή αυτή απόφασή του: «Να πάει στην Κρήτη [να πολεμήσει] δε μπορούσε, γιατί τι θα γίνονταν οι γυναίκες μοναχές; .. Ένα μονάχα του περίσσευε: ν' αγωνιστεί στη Γκιόστρα, που γινότανε κάθε Πέφτη τση Τυρινής! Τρέχανε οι καλύτεροι καβαλάρηδες, που ήταν και τα πούλιο τρανά παλληκάρια του νησιού. Τσέρτο μονάχα οι νόμπιλοι - μα κείνοι τζα ήταν κι από γεννησιμιού τσου πολεμιστάδες.». Μ' αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του «Καζανόβα στην Κέρκυρα» μας εξισώνει την νίκη στους ιππικούς αγώνες του Τζάντε, μ' αυτήν της μάχης και ταυτίζει τους δύο αθλητές. Αυτό δείχνει την αξία της Γκιόστρας, αλλά την σημασία που αυτή διαδραμάτιζε στην κοινωνία της εποχής εκείνης. Για τους ίδιους λόγους σημαντικό είναι και το κομμάτι του κειμένου στο οποίο περιγράφεται η αγωνία του θηλυκού πληθυσμού του αρχοντικού για την παρακολούθηση του δρώμενου. Ο ίδιος ο Κέκος λέει στην αδελφή του, την Μπιάνκα: «μήνυσα από τα προψές τση ξαδρέφισσας τση Μοντσενίγαινας, βγαίνοντας από το αρχοντικό τση να περάσει να σας πάρει . Θα δήτε τη γκιόστρα από του Μαρτινέγκου. Θάσαστε απίκου πάνω 'πο το πάλκο του Μαέστρο ντι Κάμπο.». Αλλά και η γηραιά κοντέσα στο κρεβάτι του πόνου της έχει την αγωνία της νίκης του γιου της λέγοντας χαρακτηριστικά: «Στο καλό και νάχεις πάντα την ευχή μου. Μην κλαις! Απόψε πρέπει η καρδιά σου νάναι ζεστή! Έχεις μπροστά σου δύο πολέμους και δύο μεγάλες νίκες. Στην γκιόστρα και στο παλκοσένικο!». Μα είναι καιρός να δούμε το πώς παρουσιάζει ο Ρώμας την Γκιόστρα στο έργο του και να γνωρίσουμε και το εορταστικό κλίμα της ημέρας της διεξαγωγής της. Ο Κέκος πρώτα απ' όλα ακολουθεί την προσταγή του Γραμματικού της Γκιόστρας και εγγράφεται στα βιβλία του, δηλώνοντας έτσι την συμμετοχή του. Μετά βαδίζει στο μεγάλο τραπέζι, που ήταν απλωμένα τα δόρατα και διαλέγει το δικό του. Ύστερ' απ' αυτό το γεγονός ο ζακυνθινός συγγραφέας μας δίνει παραστατικά το χρώμα του κέντρου του Τζάντε της εποχής εκείνης, την Πέμπτη της Τυροφάγου του 1667. Αξίζει, για πολλούς λόγους, να το γνωρίσουμε: Το κλίμα θυμίζει πανηγύρι. Σε κάθε λίγα μέτρα ένας πλανόδιος, στην πρόχειρα στημένη φουφού του, τηγάνιζε φιτούρες. Δίπλα άλλοι διαλαλούσαν το «παστέλι γλυκό σαν μέλι». Ακόμα και πατσά πουλούσαν με πλούσια «απολαδία». Πραματευτάδες διαλαλούσαν γλειφιτζούρια και άλλα γλυκίσματα. «Μεγάλη πέραση στα παιδιά», εντοπίζει ο συγγραφέας, «είχε ένας άλλος, που περιφερότανε κρατώντας ένα ψηλό καλάμι που γύρωθέ του, σαν τι φίδι του Ιπποκράτη, ήταν τυλιγμένο το δίχρωμο γλυκό μαντζούνι. Οι πατεράδες το τρατάρανε στα μυξιάρικά τους με τον πόντο». Μα και λοταρίες είχαν στηθεί για την περίσταση. Οι «έμποροι . της τύχης» πουλούσαν νούμερα στον κόσμο. Ο πελάτης τα διάλεγε στα τυφλά, βάζοντας το χέρι του σε μιαν κλεισμένη σακούλα. Ύστερα ο «μπανκιέρης» - η εύστοχη μεταφορά ανήκει στον Ρώμα - έψαχνε σε μια λίστα και σου έλεγε τι κέρδιζε το νούμερο που «σου βγήκε». «Τα κέρδητα» ήταν «λογής - λογής μπαγκατέλες: από φιόγκους για τα μαλλιά, ίσαμε φιούμπες για τα σκαρπίνια». Όλα ήταν βέβαια δεύτερης διαλογής, «ξεθωριασμένα και κακής ποιότητας». Κάποιοι τα ξαναπουλούσαν και . τα εξαργύρωναν στην ταβέρνα. Όλα τ' αρχοντικά ανάμεσα στις εκκλησίες της Βαγγελίστρας και της Ανάληψης ήταν επίκαιρα και εορταστικά διακοσμημένα. Οι προσόψεις τους ήταν στολισμένες με γιρλάντες από μυρτιές και δάφνες. Βαριά ταπέτα και βελουδένια στρωσίδια κρέμονταν από μπαλκόνια και παράθυρα. Τόρτσες (μεγάλες λαμπάδες), φανάρια και βεγγαλικά ήταν έτοιμα για να φωτίσουν το βράδυ. Στο πλάτωμα της Ανάληψης ένα ξύλινο πάλκο ήταν στρωμένο με βαρύτιμα χαλιά, για να φιλοξενήσει τους Ελλανοδίκες, τον Μαέστρο ντι Κάμπο και τον Σταδιάρχη, «που είχανε την ευτύνη για την τάξη και την υπακουή των καβαλλαραίων στους νόμους της γκιόστρας». Στην άλλη μεριά, μπρος από την Ευαγγελίστρια ήταν στημένες οι δύο κολώνες του αγωνίσματος. Η μια είχε τους σιδερένιους κρίκους, «τρεις παλάμες φάρδος» κι η άλλη «το φτερωτό κουτσούνι», το Mascaron Moro». Στην συνέχεια ο Διον. Ρώμας μας δίνει την περιγραφή του κυρίως αγωνίσματος. Οι καβαλάρηδες δίνουν τα ονόματά τους στον Γραμματικό, ο οποίος τα περνά στον επίσημο κατάλογο. Ο αριθμός τους θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον δώδεκα. «Αγωνίζονταν δυο αντίπαλοι την κάθε φορά. Σκοπός τους να περάσουνε το κοντάρι μέσα από τους χαλκάδες και να χτυπήσουνε το κόκκινο λοφίο του «Μασκαρόν». Στον πηγαιμό ο ένας καταπιανότανε με τους κρίκους κι ο άλλος με τη φτερωτή «κουτσούνα» . «Η αναμέτρηση γινότανε καλπάζοντας». Ο Γραμματέας κάθε φορά σημείωνε τις επιδόσεις. «Λογάριαζε πολλούς παράγοντες για να μαρκάρει τους βαθμούς: τη γρηγοράδα, τη στάση του καβαλλάρη πάνω στη σέλα, τον τρόπο που πέτυχε το στόχο, ακόμα και το πλούσιο ντύσιμο, το αρχοντικό σπαθί, τα χάμουρα και την ομορφιά του αλόγου». Οι συμμετέχοντες, όμως, μπορούσαν ν' αποκλειστούν αν τους έφευγε το πόδι από τον αναβολέα, αν τους έπεφτε το καπέλο ή αν γλιστρούσε το σπαθί από την ζώση τους. Οι ιππότες έρχονταν στην αρένα με μάσκα. Έτσι η περιέργεια του κόσμου γινόταν περισσότερη. Όταν, όμως, ακουγόταν η φαμφάρα για το ξεκίνημα και «το σμπάρο του αφέτη», τότε αποκαλύπτονταν και η ομήγυρη γνώριζε το ποιοι συναγωνίζονταν. Η καμπάνα της Τέρρας, πάνω απ' τον Καστρόλοφο, είχε χτυπήσει τις τρεις το απομεσήμερα, όταν ο Γραμματικός, αφού είχε ορίσει με κλήρο τα ζευγάρια των αγωνιστών, επέστρεψε στο πάλκο και ανήγγειλε στον Μαέστρο ντι Κάμπο ότι όλα ήταν έτοιμα. Αυτός σήκωσε το χέρι του και η μουσικοί έδωσαν την έναρξη της ιπποδρομίας. Δύο - δύο οι λαμβάνοντες μέρος στο αγώνισμα, «ντυμένοι με τη σόλιτη στολή της γκιόστρα (κοντοβράκι, κάλτσες μεταξωτές, καπέλο φτερωτό, μπέρτα βελουδένια και το "σπαθί τση αρχοντιάς" στη ζώση», άρχισαν να συναγωνίζονται. Ο ένας είχε στόχο τους κρίκους και ο άλλος το Μασκαρόν Μόρο». Στο τέλος ο Μαέστρο ντι Κάμπο, «τη χρονιά τούτη ένας Ελβετός πολεμιστής, που η Βενετία είχε διορίσει Κομμαντάντε της στρατιάς του Τζάντε», αναγγέλλει τον νικητή. Είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Κέκος Νταβιτσέντσα «του ποτέ Βαρθολομαίου Καντιάνου. Δεύτερος ο «Ντιοντάτος Μερκάτης του ποτέ Φραγκίσκου». Το κλίμα που ακολουθεί είναι καθαρά πανηγυρικό. Όλα τα κτίρια φωταγωγούνται. Τρακατρούκες, σμπάρα και καμπάνες ακούγονται. Τα βεγγαλικά κάνουν την ημέρα νύχτα. «Τέτοιος ήταν ο πανζουρλισμός, που ένας απληροφόρητος θα θάρρειε σίγουρα πως οι Χριστιανοί είχανε ματακερδίσει την Αγία Σοφία, ή πως έβλεπε στ' όνειρό του ότι τον είχανε κλείσει σε φρενοκομείο». Και μετά απ' όλα αυτά ο τροπαιούχος φεύγει για τον μπάλο που θα «πολεμούσε» και . στο παλκοσένικο, διεκδικώντας και την πρωτιά στην συγγραφή «Ομιλίας». Η άλλη, σε λογοτεχνικό κείμενο, αναφορά για την Γκιόστρα γίνεται στο εκτεταμένο διήγημα «Ο Αλαμάνος», του Ανδρέα Α. Αβούρη. Μα πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή, απαραίτητο είναι να γνωρίσουμε την τραγική ιστορία του Πέτρου Αλαμάνου. Ήταν απόγονος αρχοντικής οικογένειας, που από το 1498 ήταν γραμμένη στο Libro d' Οro και με την γυναίκα του, την επίσης ευγενή Δημητρούλα Δ. Μαρτελάου, είχαν αποκτήσει δώδεκα παιδιά. Έχοντας παλιά έχθρα με την οικογένεια Τρούσα, για να την εκδικηθεί πάντρεψε τον γιο του Γιάννη με την απόγονό της Μαρία. Την επομένη του γάμου την έδιωξε, διαπομπεύοντάς την, επειδή, δήθεν, δεν ήταν παρθένα. Η κόρη, αφού πρώτα αποσύρθηκε σε μοναστήρι, αυτό του Κάστρου, πέθανε από τον καημό της. Το ίδιο έγινε και με τον γιο του Αλαμάνου. Ακολούθησε ο θάνατος και των άλλων έντεκα παιδιών του. Ο εκδικητικός και σκληρός αφέντης πέθανε παντέρημος το 1685, αφήνοντας τα κτήματά του στην εκκλησία της Κεριώτισσας και την υπόλοιπη περιουσία του σε διάφορους άλλους ναούς, σαν εξιλέωση. Με την συγκινητική ιστορία του ασχολήθηκαν, εκτός από τον Ανδρέα Α. Αβούρη, και οι Αντώνης Μάτεσης, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος και Ανδρέας Μαρτζώκης, γράφοντας μια μπαλάντα ο πρώτος, μια ποιητική σύνθεση ο δεύτερος και ένα δράμα ο τελευταίος. Η υπόθεση του διηγήματος του Αβούρη ξεκινά με την διεξαγωγή μιας Γκιόστρας τις Απόκριες του 1681. Σ' αυτήν γνωρίζονται ο Γιάννης Αλαμάνος και η Μαρία Τρούσα και από αυτήν ξεκινά το μεγάλο ειδύλλιο και το φοβερό δράμα. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το αγώνισμα αυτό, το τόσο λαοφιλές, ήταν αφορμή για την γνωριμία πολλών ζευγαριών και σ' αυτό ξεκινούσαν πάμπολλοι έρωτες, μια και ήταν μια από τις λίγες στιγμές, που τα δύο φύλα έρχονταν σε επαφή. Ίσως, μάλιστα, όπως θα δούμε, γνωρίζοντας την υπόθεση του έργου, ήταν η μοναδική μέρα, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να εκτεθούν στα αντρικά βλέμματα και να μπορέσουν κι αυτές, πολύ καλυμμένα βέβαια, να φλερτάρουν. Μα ας γνωρίσουμε τον ιπποτικό διαγωνισμό κι αυτής της υπόθεσης. Η διήγηση αρχίζει μέσα στην λαϊκή ταβέρνα «του Λουρέντζου», στην συνοικία του Αγίου Νικολάου των Γερόντων. Μια παρέα από βαστάζους έρχεται εκεί για να δειπνήσει, μετά την δουλειά της. Θέλουν να ξυπνήσουν νωρίς για να ετοιμάσουν την άλλη μέρα τις «γιορλάντες», για «νάνε ήσχιαμε το σούρπωμαα» στολισμένες οι κολώνες της Πλατείας Ρούγας και το πάρκο των κριτών. Φαίνεται μάλιστα να τους απασχολεί ιδιαίτερα η υπόθεση, όχι μόνο σαν μέσον εξοικονόμησης των απαραίτητων χρημάτων, αλλά και σαν γεγονός, μια και αναρωτιούνται για το ποιος θα κερδίσει, αλλά αγωνιούν και για τον καιρό, που με χαρά τους διαπιστώνουν πως είναι καλός, μια και «τον επήρε α λα μπόνα ψηλά και θα πετύχει η Γκιόστρα». Μιλούν, επίσης, για τ' αρχοντόπουλα, όπου θα λάβουν μέρος, λέγοντας πως είναι «πολλά σβίντα» και επαγγελματικά συζητούν για το ποιοι από αυτούς έχουν κλειστεί για να μεταφέρουν λεντίκες με «κυράδες» στον τόπο της γιορτής. Έτσι ο συγγραφέας μας μπάζει στο κλίμα του αγωνίσματος. Έξυπνα, εξάλλου, μας προετοιμάζει και για το επερχόμενο ειδύλλιο, τοποθετώντας στην ίδια σκηνή τον γιο του Αλαμάνου να μπαίνει κι αυτός, συντροφιά μ' έναν φίλο του, τον Ανδρέα, άτομο με καθοριστικό ρόλο στο δράμα, στην ταβέρνα και βάζοντας στο στόμα ενός βαστάζου την είδηση πως το αρχοντόπουλο θα λάβει μέρος στην αναμέτρηση, καθώς και με την πληροφορία πως ένας άλλος από την συντροφιά έχει ήδη κλειστεί για να μεταφέρει με την λεντίκα της «την αρχοντοπούλα του Τρούσα με τη θεία τση» σ' ένα σπίτι του κέντρου της πόλης, όπου από εκεί θα παρακολουθούσαν τα δρώμενα. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται ο στολισμός του τόπου της διεξαγωγής του αγωνίσματος. Οι εργάτες διακοσμούν την κεντρική αυτή οδό της Χώρας και πάλι με γιρλάντες από δάφνες και μυρτιές. Εδώ δεν στολίζονται μόνο οι προσόψεις των αρχοντικών, όπως στον «Περίπλου», αλλά όλες οι καμάρες του ιστορικού αυτού δρόμου. Επίσης με τα ίδια υλικά σχηματίζονται στο μήκος του τόπου της διεξαγωγής της γιορτής όμορφα τόξα, που δίνουν μεγαλοπρέπεια κι αρχοντιά, κάνοντας το σκηνικό περισσότερο επιβλητικό και δοξαστικό. Κατά τ' άλλα η ίδια περιγραφή με το κείμενο του «Θρήνου της Κάντιας»: το πάλκο στην Ανάληψη, τα ταπέτα κι οι σημαίες. Χαρακτηριστική κι επιπρόσθετη η πληροφορία πως από την παραμονή της γιορτής οι εργάτες είχαν αφαιρέσει τις τζελουτζίες της γυναικείας απομόνωσης και καταπίεσης από τα παράθυρα, δίνοντας έτσι την, έστω και ολιγόωρη ελευθερία στον θηλυκό πληθυσμό, για χάρη της ιστορικής Γκιόστρας. Ένα άλλο στοιχείο του κειμένου είναι η πληροφορία για τα τοιχοκολλημένα προγράμματα, τα οποία ορίζουν την «Τρίτη μεταμεσημβρινή ώρα της Πέφτης της Τυρινής» για την διεξαγωγή των επίδοξων αγώνων. Μια άλλη πληροφορία, που υπάρχει στο κείμενο του Αβούρη και δεν την συναντάμε στον Ρώμα, είναι η κίνηση με τις λεντίκες, που κυριολεκτικά πηγαινοέρχονται σε όλη την πόλη. Η εικόνα αυτή δείχνει μια έντονη κινητικότητα και αποδεικνύει πως η ημέρα της διεξαγωγής της Γκιόστρας είναι ένα πραγματικό πανηγύρι, στο οποίο συμμετέχει όλο το νησί και παντού κυριαρχεί αναστάτωση. Τυχαία μέσα σε μια από αυτές τις λεντίκες ο μικρός Αλαμάνος πρωτοβλέπει την Μαρία, η οποία απ' την αρχή του τραβά την προσοχή. Την ξαναβλέπει λίγο αργότερα στο αρχοντικό του Μιχαλίτση, δίπλα στο ασφυχτικά γεμάτο μπαλκόνι, να κουβεντιάζει με κάποιαν άλλη. Εκεί, καθώς κι αυτή κοιτάζει το περιφερόμενο πλήθος, πρωτοσυναντιούνται οι ματιές τους κι αυτό δείχνει την ερωτική διάσταση του ιπποτικού αγωνίσματος. Στο τρίτο κεφάλαιο ο Γιάννης Αλαμάνος γράφεται κι αυτός στους Σύντικους για να λάβει μέρος στην αναμέτρηση. Κι ο Αβούρης μας κάνει παρόμοια περιγραφή των στολών των ιπποτών και μας δίνει και αυτός τον κανονισμό του αγώνα. Η Γκιόστρα του δικού του διηγήματος είναι μονάχα αυτή του Αγαρηνού. «Στο μέτωπο της εξέδρας», γράφει, «το τέρμα της Γκιόστρας, σε κανονισμένο ύψος ήταν τοποθετημένο μαύρο ξύλινο ανδρείκελο και στην κορφή του κεφαλιού του εσειότανε από τον αέρα ένα φτερό. Νικητής του πρώτου δυσκολότερου αγωνίσματος θα ήταν εκείνος που θα έφτανε πρώτος και θα ελογχοβολούσε με επιτυχία το φτερό σε τρεις κατά συνέχεια διαδρομές. Φυσικό είναι νικητής αυτής της αναμέτρησης να είναι ο Γιάννης Αλαμάνος, ο οποίος κερδίζει το ασημένιο σπαθί. Η συνέχεια όμοια μ' αυτήν του προηγούμενος πεζογραφήματος. Μουσικά όργανα και κωδωνοκρουσίες πανηγυρίζουν το αποτέλεσμα. Μόνο που εδώ τα επινίκια περιγράφονται περισσότερο. Ο αθλοφόρος τραβά την προσοχή όλου του λαού, μα περισσότερο των γυναικών. Καβάλα στο υπερήφανο άτι του και περιτριγυρισμένος από τους φίλους του δέχεται ευχές και συγχαρητήρια. Περισσότερο σημαντική γι' αυτόν είναι, αναμφισβήτητα, η υποδοχή που του γίνεται από τον γυναικόκοσμο, που τον περιμένει στα μπαλκόνια και τα παράθυρα και στο πέρασμά του πετά λουλούδια και ζαχαρωτά. Μια άλλη πληροφορία, γνωστή από ιστορικές πηγές, που υπάρχει στον «Αλαμάνο» και παραλείπεται στο «Θρήνο της Κάντιας» είναι το νικητήριο γλέντι, που περιγράφεται στο Δ΄ κεφάλαιο του διηγήματος. Όλος ο κόσμος περνά από το αρχοντικό του τροπαιούχου και μοιράζεται τη χαρά του. Στο τέλος φεύγουν οι ξένοι και μένουν μόνο οι συγγενείς και οι στενότεροι φίλοι για φαγητό και διασκέδαση. Ο πατέρας μάλιστα υπόσχεται ότι και την επόμενη μέρα θ' ακολουθήσει ένα «γκραν φεστόνι», στο οποίο τα ίδια του τα παιδιά, φιλόμουσα όπως φαίνεται, θα έπαιζαν με τα όργανά τους. Κι αυτά όλα δείχνουν την αξία και το μέγεθος, που είχε τότε η πρωτιά σε μια Γκιόστρα και το πόσο ανέβαινε το κοινωνικό κύρος του νικητή της. Συνοψίζοντας πρέπει να επισημάνουμε πως η εκτεταμένη αναφορά και περιγραφή της Γκιόστρας στα δύο αυτά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στα προαναφερόμενα θεατρικά έργα, αποδεικνύει την μεγάλη σημασία της στην εποχή της, το πόσο στενά έχει δεθεί με την ιστορία της Ζακύνθου, καθώς και τον ρόλο που έπαιξε στην κοινωνική εξέλιξη του νησιού. Αναμφίβολα είναι μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις του πολιτισμού μας και για κανέναν λόγο δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Η αναβίωσή της στις μέρες μας κι εύστοχη είναι και πρόταση αποτελεί. Είναι, αλήθεια, ευτύχημα, που και πάλι υπάρχει σαν μια ουσιαστική πτυχή του Ζακυνθινού Καρναβαλιού. Γιατί οι τόποι απαιτούν ταυτότητα, στερεωμένη σε δικές της και γερές ιστορικές βάσεις. Κι είναι ευλογημένοι οι λαοί που έχουν παρελθόν κι ιστορία.
Βιβλιογραφία
|
|||||||
|
© GiostraDiZante.gr - Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα | Δημιουργία & Φιλοξενία από το ZanteWeb.gr |