![]() |
|||||||
|
|||||||
Περιγραφές Γκιόστρας σε λογοτεχνικά κείμενα Ζακυνθινών συγγραφέωνΓράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ήταν φυσικό, λοιπόν, το μεγάλο και λαοφιλές αυτό γεγονός να περάσει και στην τοπική λογοτεχνική έκφραση. Στην Μα και στον πεζό λόγο έχουμε εκτεταμένες αναφορές στο «ιππηλάσιον», των λογίων μας, οι οποίοι προσπάθησαν να εξελληνίσουν την ονομασία του αγωνίσματος. Έτσι ο «τελευταίος κόντες των γραμμάτων μας», ο πολυσέβαστος και πολυτάλαντος Διον. Ρώμας, στο μυθιστόρημα - ποταμό του «Περίπλους» δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει και την διεξαγωγή μιας Γκιόστρας, δίνοντάς μας έτσι, με το γνωστό γλαφυρό του ύφος, την περιγραφή και την ταυτότητά της. Συγκεκριμένα στον πρώτο τόμο του «Θρήνου της Κάντιας» πολλές σελίδες του επαναφέρουν στην Πλατεία Ρούγα την κατά τον Σπυρίδωνα Δεβιάζη «πανήγυριν», η οποία, σύμφωνα πάντα με τον εκ Κερκύρας ορμώμενο χαλκέντερο ιστοριοδίφη, τον πολιτογραφημένο, όμως, ζακύνθιο, «απέβη πασών η επισημοτέρα ως αποκτήσασα πολλήν σημασίαν και προσελκύουσα εις την πόλιν πλήθος χωρικών και εξ αυτών των μάλλον απομεμακρυσμένων χωρίων των βουνών».
Μα είναι καιρός να δούμε το πώς παρουσιάζει ο Ρώμας την Γκιόστρα στο έργο του και να γνωρίσουμε και το εορταστικό κλίμα της ημέρας της διεξαγωγής της.
Το κλίμα θυμίζει πανηγύρι. Σε κάθε λίγα μέτρα ένας πλανόδιος, στην πρόχειρα στημένη φουφού του, τηγάνιζε φιτούρες. Δίπλα άλλοι διαλαλούσαν το «παστέλι γλυκό σαν μέλι». Ακόμα και πατσά πουλούσαν με πλούσια «απολαδία». Πραματευτάδες διαλαλούσαν γλειφιτζούρια και άλλα γλυκίσματα. «Μεγάλη πέραση στα παιδιά», εντοπίζει ο συγγραφέας, «είχε ένας άλλος, που περιφερότανε κρατώντας ένα ψηλό καλάμι που γύρωθέ του, σαν τι φίδι του Ιπποκράτη, ήταν τυλιγμένο το δίχρωμο γλυκό μαντζούνι. Οι πατεράδες το τρατάρανε στα μυξιάρικά τους με τον πόντο». Μα και λοταρίες είχαν στηθεί για την περίσταση. Οι «έμποροι . της τύχης» πουλούσαν νούμερα στον κόσμο. Ο πελάτης τα διάλεγε στα τυφλά, βάζοντας το χέρι του σε μιαν κλεισμένη σακούλα. Ύστερα ο «μπανκιέρης» - η εύστοχη μεταφορά ανήκει στον Ρώμα - έψαχνε σε μια λίστα και σου έλεγε τι κέρδιζε το νούμερο που «σου βγήκε». «Τα κέρδητα» ήταν «λογής - λογής μπαγκατέλες: από φιόγκους για τα μαλλιά, ίσαμε φιούμπες για τα σκαρπίνια». Όλα ήταν βέβαια δεύτερης διαλογής, «ξεθωριασμένα και κακής ποιότητας». Κάποιοι τα ξαναπουλούσαν και . τα εξαργύρωναν στην ταβέρνα.
Στην συνέχεια ο Διον. Ρώμας μας δίνει την περιγραφή του κυρίως αγωνίσματος. Οι καβαλάρηδες δίνουν τα ονόματά τους στον Γραμματικό, ο οποίος τα περνά στον επίσημο κατάλογο. Ο αριθμός τους θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον δώδεκα. «Αγωνίζονταν δυο αντίπαλοι την κάθε φορά. Σκοπός τους να περάσουνε το κοντάρι μέσα από τους χαλκάδες και να χτυπήσουνε το κόκκινο λοφίο του «Μασκαρόν». Στον πηγαιμό ο ένας καταπιανότανε με τους κρίκους κι ο άλλος με τη φτερωτή «κουτσούνα» . «Η αναμέτρηση γινότανε καλπάζοντας». Ο Γραμματέας κάθε φορά σημείωνε τις επιδόσεις. «Λογάριαζε πολλούς παράγοντες για να μαρκάρει τους βαθμούς: τη γρηγοράδα, τη στάση του καβαλλάρη πάνω στη σέλα, τον τρόπο που πέτυχε το στόχο, ακόμα και το πλούσιο ντύσιμο, το αρχοντικό σπαθί, τα χάμουρα και την ομορφιά του αλόγου». Οι συμμετέχοντες, όμως, μπορούσαν ν' αποκλειστούν αν τους έφευγε το πόδι από τον αναβολέα, αν τους έπεφτε το καπέλο ή αν γλιστρούσε το σπαθί από την ζώση τους.
Η καμπάνα της Τέρρας, πάνω απ' τον Καστρόλοφο, είχε χτυπήσει τις τρεις το απομεσήμερα, όταν ο Γραμματικός, αφού είχε ορίσει με κλήρο τα ζευγάρια των αγωνιστών, επέστρεψε στο πάλκο και ανήγγειλε στον Μαέστρο ντι Κάμπο ότι όλα ήταν έτοιμα. Αυτός σήκωσε το χέρι του και η μουσικοί έδωσαν την έναρξη της ιπποδρομίας. Δύο - δύο οι λαμβάνοντες μέρος στο αγώνισμα, «ντυμένοι με τη σόλιτη στολή της γκιόστρα (κοντοβράκι, κάλτσες μεταξωτές, καπέλο φτερωτό, μπέρτα βελουδένια και το "σπαθί τση αρχοντιάς" στη ζώση», άρχισαν να συναγωνίζονται. Ο ένας είχε στόχο τους κρίκους και ο άλλος το Μασκαρόν Μόρο». Στο τέλος ο Μαέστρο ντι Κάμπο, «τη χρονιά τούτη ένας Ελβετός πολεμιστής, που η Βενετία είχε διορίσει Κομμαντάντε της στρατιάς του Τζάντε», αναγγέλλει τον νικητή. Είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Κέκος Νταβιτσέντσα «του ποτέ Βαρθολομαίου Καντιάνου. Δεύτερος ο «Ντιοντάτος Μερκάτης του ποτέ Φραγκίσκου».
Και μετά απ' όλα αυτά ο τροπαιούχος φεύγει για τον μπάλο που θα «πολεμούσε» και . στο παλκοσένικο, διεκδικώντας και την πρωτιά στην συγγραφή «Ομιλίας». Η άλλη, σε λογοτεχνικό κείμενο, αναφορά για την Γκιόστρα γίνεται στο εκτεταμένο διήγημα «Ο Αλαμάνος», του Ανδρέα Α. Αβούρη. Μα πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή, απαραίτητο είναι να γνωρίσουμε την τραγική ιστορία του Πέτρου Αλαμάνου. Ήταν απόγονος αρχοντικής οικογένειας, που από το 1498 ήταν γραμμένη στο Libro d' Οro και με την γυναίκα του, την επίσης ευγενή Δημητρούλα Δ. Μαρτελάου, είχαν αποκτήσει δώδεκα παιδιά. Έχοντας παλιά έχθρα με την οικογένεια Τρούσα, για να την εκδικηθεί πάντρεψε τον γιο του Γιάννη με την απόγονό της Μαρία. Την επομένη του γάμου την έδιωξε, διαπομπεύοντάς την, επειδή, δήθεν, δεν ήταν παρθένα. Η κόρη, αφού πρώτα αποσύρθηκε σε μοναστήρι, αυτό του Κάστρου, πέθανε από τον καημό της. Το ίδιο έγινε και με τον γιο του Αλαμάνου. Ακολούθησε ο θάνατος και των άλλων έντεκα παιδιών του. Ο εκδικητικός και σκληρός αφέντης πέθανε παντέρημος το 1685, αφήνοντας τα κτήματά του στην εκκλησία της Κεριώτισσας και την υπόλοιπη περιουσία του σε διάφορους άλλους ναούς, σαν εξιλέωση. Με την συγκινητική ιστορία του ασχολήθηκαν, εκτός από τον Ανδρέα Α. Αβούρη, και οι Αντώνης Μάτεσης, Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος και Ανδρέας Μαρτζώκης, γράφοντας μια μπαλάντα ο πρώτος, μια ποιητική σύνθεση ο δεύτερος και ένα δράμα ο τελευταίος.
Μα ας γνωρίσουμε τον ιπποτικό διαγωνισμό κι αυτής της υπόθεσης. Η διήγηση αρχίζει μέσα στην λαϊκή ταβέρνα «του Λουρέντζου», στην συνοικία του Αγίου Νικολάου των Γερόντων. Μια παρέα από βαστάζους έρχεται εκεί για να δειπνήσει, μετά την δουλειά της. Θέλουν να ξυπνήσουν νωρίς για να ετοιμάσουν την άλλη μέρα τις «γιορλάντες», για «νάνε ήσχιαμε το σούρπωμαα» στολισμένες οι κολώνες της Πλατείας Ρούγας και το πάρκο των κριτών. Φαίνεται μάλιστα να τους απασχολεί ιδιαίτερα η υπόθεση, όχι μόνο σαν μέσον εξοικονόμησης των απαραίτητων χρημάτων, αλλά και σαν γεγονός, μια και αναρωτιούνται για το ποιος θα κερδίσει, αλλά αγωνιούν και για τον καιρό, που με χαρά τους διαπιστώνουν πως είναι καλός, μια και «τον επήρε α λα μπόνα ψηλά και θα πετύχει η Γκιόστρα». Μιλούν, επίσης, για τ' αρχοντόπουλα, όπου θα λάβουν μέρος, λέγοντας πως είναι «πολλά σβίντα» και επαγγελματικά συζητούν για το ποιοι από αυτούς έχουν κλειστεί για να μεταφέρουν λεντίκες με «κυράδες» στον τόπο της γιορτής. Έτσι ο συγγραφέας μας μπάζει στο κλίμα του αγωνίσματος. Έξυπνα, εξάλλου, μας προετοιμάζει και για το επερχόμενο ειδύλλιο, τοποθετώντας στην ίδια σκηνή τον γιο του Αλαμάνου να μπαίνει κι αυτός, συντροφιά μ' έναν φίλο του, τον Ανδρέα, άτομο με καθοριστικό ρόλο στο δράμα, στην ταβέρνα και βάζοντας στο στόμα ενός βαστάζου την είδηση πως το αρχοντόπουλο θα λάβει μέρος στην αναμέτρηση, καθώς και με την πληροφορία πως ένας άλλος από την συντροφιά έχει ήδη κλειστεί για να μεταφέρει με την λεντίκα της «την αρχοντοπούλα του Τρούσα με τη θεία τση» σ' ένα σπίτι του κέντρου της πόλης, όπου από εκεί θα παρακολουθούσαν τα δρώμενα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφεται ο στολισμός του τόπου της διεξαγωγής του αγωνίσματος. Οι εργάτες διακοσμούν την κεντρική αυτή οδό της Χώρας και πάλι με γιρλάντες από δάφνες και μυρτιές. Εδώ δεν στολίζονται μόνο οι προσόψεις των αρχοντικών, όπως στον «Περίπλου», αλλά όλες οι καμάρες του ιστορικού αυτού δρόμου. Επίσης με τα ίδια υλικά σχηματίζονται στο μήκος του τόπου της διεξαγωγής της γιορτής όμορφα τόξα, που δίνουν μεγαλοπρέπεια κι αρχοντιά, κάνοντας το σκηνικό περισσότερο επιβλητικό και δοξαστικό. Κατά τ' άλλα η ίδια περιγραφή με το κείμενο του «Θρήνου της Κάντιας»: το πάλκο στην Ανάληψη, τα ταπέτα κι οι σημαίες. Χαρακτηριστική κι επιπρόσθετη η πληροφορία πως από την παραμονή της γιορτής οι εργάτες είχαν αφαιρέσει τις τζελουτζίες της γυναικείας απομόνωσης και καταπίεσης από τα παράθυρα, δίνοντας έτσι την, έστω και ολιγόωρη ελευθερία στον θηλυκό πληθυσμό, για χάρη της ιστορικής Γκιόστρας. Ένα άλλο στοιχείο του κειμένου είναι η πληροφορία για τα τοιχοκολλημένα προγράμματα, τα οποία ορίζουν την «Τρίτη μεταμεσημβρινή ώρα της Πέφτης της Τυρινής» για την διεξαγωγή των επίδοξων αγώνων.
Στο τρίτο κεφάλαιο ο Γιάννης Αλαμάνος γράφεται κι αυτός στους Σύντικους για να λάβει μέρος στην αναμέτρηση. Κι ο Αβούρης μας κάνει παρόμοια περιγραφή των στολών των ιπποτών και μας δίνει και αυτός τον κανονισμό του αγώνα. Η Γκιόστρα του δικού του διηγήματος είναι μονάχα αυτή του Αγαρηνού. «Στο μέτωπο της εξέδρας», γράφει, «το τέρμα της Γκιόστρας, σε κανονισμένο ύψος ήταν τοποθετημένο μαύρο ξύλινο ανδρείκελο και στην κορφή του κεφαλιού του εσειότανε από τον αέρα ένα φτερό. Νικητής του πρώτου δυσκολότερου αγωνίσματος θα ήταν εκείνος που θα έφτανε πρώτος και θα ελογχοβολούσε με επιτυχία το φτερό σε τρεις κατά συνέχεια διαδρομές. Φυσικό είναι νικητής αυτής της αναμέτρησης να είναι ο Γιάννης Αλαμάνος, ο οποίος κερδίζει το ασημένιο σπαθί. Η συνέχεια όμοια μ' αυτήν του προηγούμενος πεζογραφήματος. Μουσικά όργανα και κωδωνοκρουσίες πανηγυρίζουν το αποτέλεσμα. Μόνο που εδώ τα επινίκια περιγράφονται περισσότερο. Ο αθλοφόρος τραβά την προσοχή όλου του λαού, μα περισσότερο των γυναικών. Καβάλα στο υπερήφανο άτι του και περιτριγυρισμένος από τους φίλους του δέχεται ευχές και συγχαρητήρια. Περισσότερο σημαντική γι' αυτόν είναι, αναμφισβήτητα, η υποδοχή που του γίνεται από τον γυναικόκοσμο, που τον περιμένει στα μπαλκόνια και τα παράθυρα και στο πέρασμά του πετά λουλούδια και ζαχαρωτά.
Συνοψίζοντας πρέπει να επισημάνουμε πως η εκτεταμένη αναφορά και περιγραφή της Γκιόστρας στα δύο αυτά λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και στα προαναφερόμενα θεατρικά έργα, αποδεικνύει την μεγάλη σημασία της στην εποχή της, το πόσο στενά έχει δεθεί με την ιστορία της Ζακύνθου, καθώς και τον ρόλο που έπαιξε στην κοινωνική εξέλιξη του νησιού. Αναμφίβολα είναι μια από τις πιο σημαντικές εκφράσεις του πολιτισμού μας και για κανέναν λόγο δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Η αναβίωσή της στις μέρες μας κι εύστοχη είναι και πρόταση αποτελεί. Είναι, αλήθεια, ευτύχημα, που και πάλι υπάρχει σαν μια ουσιαστική πτυχή του Ζακυνθινού Καρναβαλιού. Γιατί οι τόποι απαιτούν ταυτότητα, στερεωμένη σε δικές της και γερές ιστορικές βάσεις. Κι είναι ευλογημένοι οι λαοί που έχουν παρελθόν κι ιστορία.
Βιβλιογραφία
|
|||||||
|
© GiostraDiZante.gr - Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα | Δημιουργία & Φιλοξενία από το ZanteWeb.gr | ![]() |